- χαλικερός
- -ή, -όο γεμάτος από χαλίκια: Ο τόπος αυτός είναι χαλικερός.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
χαλικερός — ή, ό, Ν γεμάτος χαλίκια («ακρογιαλιά χαλικερή»). [ΕΤΥΜΟΛ. < χαλίκι + κατάλ. ερός (πρβλ. παγ ερός)] … Dictionary of Greek